γιορτάσι

γιορτάσι
γιόρτασ||μα τό , γιορτάσιμός ο празднование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "γιορτάσι" в других словарях:

  • γιορτάσι — το η γιορτή, το πανηγύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτάσειν, απρμφ. μέλλ. του εορτάζω (πρβλ. κοιμίσι, μεθύσι), με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. εορτάζω γιορτάζω)] …   Dictionary of Greek

  • γιορτάσι — το βλ. γιορτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοιράσι — το (Μ μοιράσι) μερτικό, μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιράσειν, απαρμφ. μέλλ. τού ρ. μοιράζω (πρβλ. γιορτάσι < ἑορτάσειν)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»